-
1 ἐπάναγκες
ἐπ-άναγκες, adv., notwendigerweise, κομῶντες, sie sind durch Herkommen gezwungen, langes Haar zu tragen; ἐπάναγκές ἐστι, es ist notwendig -
2 επαναγκες
adv. ( часто в сочетании ἐ. ἐστί) необходимо, по необходимостиἐ. μηδὲν ἔστω или ἐ. μηδὲν εἶναι Plat. — чтобы не было никакого принуждения;
ἐ. κομῶντες Her. — (лакедемоняне) обязаны носить длинные волосы -
3 ἐπανάγκης
ἐπᾰνάγκ-ης, used only in neut.:1 ἐπάναγκές [ἐστι] it is compulsory, necessary, c. inf., And.1.1, Pl.Lg. 878e, etc.; μηδὲν ἐ. ἔστω let there be no compulsion, ib. 765a, cf.Smp. 176e.2 as Adv., on compulsion, ἐ. κομῶντες wearing long hair by fixed custom, Hdt.1.82; ἐ. λέγειν, ἐντίθεσθαι, Aeschin.1.24, D.34.7;ἐ. λαβεῖν Men.576
;ἐ. βουλὴν ἀθροισάτω IG22.1100.50
, etc.;τὰ ἐπάναγκες Act.Ap.15.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανάγκης
-
4 ἐπ-άναγκες
ἐπ-άναγκες, adv., nothwendigerweise, κομῶντες, sie sind durch Herkommen gezwungen, langes Haar zu tragen, Her. 1, 82; ἐπάναγκές ἐστι, es ist nothwendig, Andoc. 3, 12; Plat. Legg. VIII, 848 a u. öfter; Dem. 24, 21 u. sonst.
См. также в других словарях:
επάναγκες — ἐπάναγκες (Α) (ουδ. τού άχρ. επιθ. ἐπανάγκης, ες) 1. (με ή χωρίς το εστί) είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο 2. επίρρ. αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις ἐπάναγκες περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.) 3. φρ. τὰ ἐπάναγκες τα… … Dictionary of Greek
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek